Οι μπάλες του τένις είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα ελαφρύ σφαιρικό αντικείμενο που αναπηδά στο φιλέ. Πίσω από κάθε χτύπημα, κρύβεται μια εξαιρετικά προσεγμένη διαδικασία παραγωγής, σχεδιασμένη για να συνδυάζει αντοχή, ευελιξία και κορυφαία απόδοση.
Όλα ξεκινούν από το φυσικό καουτσούκ. Αυτό κόβεται σε μικρά κομμάτια και μπαίνει σε θερμικές πρέσες, όπου μετατρέπεται στα μισά «κέλυφη» της μπάλας. Έπειτα, τα δύο ημισφαίρια ενώνονται γύρω από έναν εσωτερικό χώρο με πεπιεσμένο αέρα — τη «καρδιά» της μπάλας. Εκεί οφείλεται και η χαρακτηριστική ελαστικότητα.
Ακολουθεί το «φινίρισμα»: οι μπάλες γυαλίζονται ώστε να κρατήσουν καλύτερα την κόλλα, ενώ πάνω τους επικολλάται ειδική τσόχα, φτιαγμένη από μείγμα μαλλιού και νάιλον. Το τελικό στάδιο περιλαμβάνει ζέσταμα με ατμό για να «φουσκώσει» η τσόχα στο σωστό πάχος και έλεγχο ποιότητας πριν σφραγιστεί το λογότυπο της κατασκευάστριας εταιρείας.
Και γιατί είναι κίτρινες;
Μέχρι τη δεκαετία του ’70, οι μπάλες ήταν είτε λευκές είτε μαύρες. Όμως όταν η έγχρωμη τηλεόραση μπήκε στις ζωές μας, τα πράγματα άλλαξαν. Οι λευκές μπάλες δεν φαίνονταν καθαρά στις μεταδόσεις, ειδικά όταν περνούσαν πάνω από τις επίσης λευκές γραμμές των γηπέδων. Ο Ντέιβιντ Ατένμπορο, τότε επικεφαλής του BBC2, πρότεινε την αλλαγή — και έτσι, το 1972, η Διεθνής Ομοσπονδία Τένις (ITF) ενέκρινε το φλουό κίτρινο ως νέο στάνταρ για καλύτερη ορατότητα.
Το Wimbledon, παραδοσιακό και πιστό στις ρίζες του, συνέχισε να χρησιμοποιεί λευκές μπάλες μέχρι το 1986 — αλλά πλέον, το κίτρινο επικρατεί παγκοσμίως.
Είναι όμως όντως… κίτρινες;
Αυτό είναι ένα ερώτημα που έχει προκαλέσει παγκόσμια διαδικτυακή σύγχυση. Πολλοί βλέπουν τις μπάλες πρασινωπές. Ακόμα και ο ίδιος ο Ρότζερ Φέντερερ έχει αναρωτηθεί: «Είναι κίτρινη, έτσι;»
Η απόχρωση που χρησιμοποιείται (#ccff00) βρίσκεται κάπου ανάμεσα στο έντονο κίτρινο και το ανοιχτό πράσινο. Η αντίληψη του χρώματος μπορεί να αλλάζει ανάλογα με τον φωτισμό, την οθόνη ή την όραση του καθενός. Όμως σύμφωνα με την ITF, οι μπάλες θεωρούνται επίσημα “οπτικά κίτρινες”.