Στις 13 Οκτωβρίου 1930, η Αλίκη Διπλαράκου, η γυναίκα που ενσάρκωσε όσο καμία άλλη το ιδεώδες του ελληνικού κάλλους, γράφει ιστορία στο Ρίο ντε Τζανέιρο, κατακτώντας τη δεύτερη θέση στα καλλιστεία Μις Υφήλιος. Ήταν η στιγμή που μια μικρή χώρα του Μεσοπολέμου, η Ελλάδα, βρέθηκε στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος χάρη στη γοητεία, την ευγένεια και τη φινέτσα μιας 18χρονης Αθηναίας.
Η Αλίκη, κόρη αριστοκρατικής οικογένειας με μανιάτικες ρίζες, είχε ήδη στεφθεί Μις Ελλάς και Μις Ευρώπηλίγους μήνες νωρίτερα. Η συμμετοχή της στα ελληνικά καλλιστεία θεωρήθηκε τότε «εθνική υπόθεση». Ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Αλέξανδρος Ζαΐμης της είχε πει:
«Δεν μπορείτε να ηρνηθείτε· η συμμετοχή σας είναι πια εθνική υπόθεση».
Η νίκη της προκάλεσε αίσθηση: για πρώτη φορά, μια «δεσποινίς εκ των καλυτέρων οικογενειών» ανέβαινε στη σκηνή ενός διαγωνισμού ομορφιάς, σπάζοντας τα στερεότυπα της εποχής. Ακόμη και ο Ελευθέριος Βενιζέλοςτη συνεχάρη, χαρακτηρίζοντας τη διάκριση της «ελληνικήν δόξαν».
Στον διαγωνισμό της Μις Υφήλιος, η Αλίκη Διπλαράκου κατέλαβε τη δεύτερη θέση πίσω από τη Μις Βραζιλία, όμως η διάκρισή της είχε ακόμη μεγαλύτερο αντίκτυπο. Η Ελλάδα, φτωχή και ταλαιπωρημένη από κρίσεις, βρέθηκε ξαφνικά στα πρωτοσέλιδα του διεθνούς Τύπου για κάτι όμορφο, πολιτισμένο και αισθητικά σπουδαίο. Οι εφημερίδες του Παρισιού και του Λονδίνου έκαναν λόγο για «την αναβίωση της αρχαίας ελληνικής ομορφιάς» και την αποκαλούσαν «Νέα Αφροδίτη της Μήλου».
Πέρα από την ομορφιά της, η Διπλαράκου ξεχώριζε για τη μόρφωση και το πνεύμα της. Μιλούσε τρία ξένα γλωσσικά ιδιώματα, έδινε διαλέξεις για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και αργότερα, ως σύζυγος του Βρετανού σερ Τζον Ράσελ, διέπρεψε στους κοσμικούς κύκλους του Λονδίνου, χωρίς ποτέ να απαρνηθεί την ελληνική της καταγωγή.
Η Αλίκη Διπλαράκου έφυγε από τη ζωή το 2002, σε ηλικία 90 ετών, αφήνοντας πίσω της έναν μύθο που ξεπέρασε τα όρια ενός διαγωνισμού ομορφιάς. Γιατί δεν υπήρξε απλώς «η πιο όμορφη Ελληνίδα»· υπήρξε το πρόσωπο που έκανε ολόκληρο τον κόσμο να ξαναμιλήσει για το ελληνικό κάλλος.