Ίσως είναι από τις πιο χαρακτηριστικές φιγούρες του ελληνικού κινηματογράφου της δεκαετίας του ’80. Ο Στάθης Ψάλτης, με το εκρηκτικό ταλέντο του, την αστείρευτη ενέργεια και τις ατάκες που έγιναν κομμάτι της λαϊκής κουλτούρας, ήταν αδιαμφισβήτητα ένας σταρ της εποχής του. Αν και πολλοί θεωρούν πως με τις επιλογές του αδίκησε τον εαυτό του, εκείνος φάνηκε να βαδίζει με πλήρη επίγνωση στον δρόμο που διάλεξε. Και το έκανε καλά. Πάρα πολύ καλά.

Ο κατάλογος των επιτυχιών του μοιάζει ατελείωτος: Καμικάζι αγάπη μουΤα ΚαμάκιαΤροχονόμος ΒαρβάραΈλα να αγαπηθούμε ντάρλινγκΒασικά καλησπέρα σας… Η δεκαετία του ’80 ανήκει δικαιωματικά σε αυτόν. Και μαζί της, και φράσεις όπως: «Μανούλι, είσαι να τη βρούμε;», ή «Κούλα, πολύ κωλόπαιδο ο Κυριάκος!».

Με τον καιρό, ο τίτλος που του αποδόθηκε από κοινό και δημοσιογράφους ήταν «ο βασιλιάς της βιντεοκασέτας». Μόνο που αυτός ο τίτλος, όσο κολακευτικός κι αν ακούγεται, βασίστηκε σε μια… παρανόηση.

Ο μύθος της βιντεοταινίας

Οι περισσότεροι πιστεύουν πως ο Ψάλτης είχε πρωταγωνιστήσει σε αμέτρητες βιντεοκασέτες. Η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική. Ο ίδιος είχε ξεκαθαρίσει πως δεν γύριζε βιντεοταινίες – μόνο φιλμ για τον κινηματογράφο. Και όχι άδικα: με τον όρο «βιντεοταινία» εννοούμε κυρίως τις φτηνές, πρόχειρες παραγωγές που άνθισαν μεταξύ 1985 και 1990, με σκοπό να γεμίσουν τα ράφια των video clubs και να καλύψουν το κενό από την κρίση στις κινηματογραφικές αίθουσες.

Ο Ψάλτης δεν ενθουσιάστηκε ποτέ με αυτό το φορμά. Όπως είχε δηλώσει ο ίδιος στην τηλεόραση: «Μου έδιναν πολλά λεφτά, αλλά δεν ήθελα να πέσω σε πρόχειρες δουλειές. Εγώ δούλευα 12 ώρες για ένα λεπτό ταινίας». Ήταν περήφανος για την ποιότητα των ταινιών του και φρόντιζε να μην υποβιβάζει την τέχνη του, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε να πει «όχι» σε εύκολα χρήματα.

Όμως… είχε παίξει και σε βιντεοκασέτες

Η αλήθεια, ωστόσο, είναι λίγο πιο σύνθετη. Παρότι ο ίδιος επέμενε πως δεν είχε συμμετάσχει ποτέ σε τέτοια παραγωγή, γύρισε τελικά τέσσερις καθαρά «βιντεοταινίες»: Οι κυβερνήσεις πέφτουνε, αλλά ο Ψάλτης μένει(1987), Και πετάει και πηδάει (1988), Ερωτιάρης από κούνια (1989) και Ο εραστής (1990). Ίσως ένιωθε ότι αναγκάστηκε να το κάνει για λόγους επιβίωσης. Ίσως γι’ αυτό και προτίμησε να τα «ξεχάσει».

Η κόρη του, Μαρία Ψάλτη, το επιβεβαίωσε χρόνια αργότερα: «Έπαιξε σε ελάχιστες βιντεοκασέτες, μόνο για να τα βγάλει πέρα. Κατά τα άλλα, οι επιτυχίες του ήταν κινηματογραφικές».

Η ζωή πέρα από τις κωμωδίες

Ο Στάθης Ψάλτης είχε κάθε δικαίωμα να διαλέγει. Είχε φήμη, είχε κοινό, είχε δύναμη να πει όχι. Και το έκανε. Εστίασε στο θέατρο, όπου ερμήνευσε σπουδαίους ρόλους, δραματικούς και απαιτητικούς. Αρνήθηκε τις ευκολίες της τηλεόρασης και συνέχισε να υπηρετεί την υποκριτική με τον δικό του τρόπο.

Τα χρήματα δεν τα υπολόγιζε. Τα ξόδευε εύκολα, κυρίως για τις γυναίκες – μια μεγάλη του αδυναμία. Ήταν γενναιόδωρος, αυθόρμητος και κάποιες φορές παρεξηγημένος. Ίσως γι’ αυτό τον πείραζε τόσο ο χαρακτηρισμός «βασιλιάς της βιντεοκασέτας». Γιατί ένιωθε ότι τον περιόριζε, ότι αγνοούσε τη δουλειά, την επιμονή και την αξιοπρέπεια που έβαλε σε κάθε του ρόλο.

Αν όμως τον ρωτούσες γιατί αγαπήθηκε τόσο πολύ, θα σου απαντούσε απλά: «Γιατί ήμουν ο εαυτός μου».


Leave a Comment

Comments

No comments yet. Why don’t you start the discussion?

    Αφήστε μια απάντηση