Η πρώτη κατάσχεση κρυπτονομισμάτων στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε πρόσφατα από τις Αρχές, στο πλαίσιο ποινικής έρευνας, με τη δέσμευση 273.000 USDT (Tether) από ψηφιακό πορτοφόλι. Η ενέργεια αυτή έγινε παρουσία της Εισαγγελέως του Ελληνικού Γραφείου Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, σε συνεργασία με τη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών και το Τμήμα Προστασίας Δημόσιας Περιουσίας, στο πλαίσιο της ευρύτερης επιχείρησης “Admiral”.
Η συγκεκριμένη υπόθεση καταδεικνύει την επιτακτική ανάγκη προσαρμογής των διωκτικών Αρχών στις τεχνολογικές εξελίξεις. Όπως τόνισε ο επικεφαλής του Τμήματος Εξέτασης Ψηφιακών Πειστηρίων, Αλέξανδρος Βασιλαράς, η διαδικασία κατάσχεσης απαιτεί εξαιρετική ακρίβεια, καθώς ένα λάθος μπορεί να οδηγήσει σε μη αναστρέψιμη απώλεια των ψηφιακών περιουσιακών στοιχείων.
Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι τα κρυπτονομίσματα συχνά χρησιμοποιούνται σε εγκληματικές δραστηριότητες, όπως απάτες και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες πράξεις. Πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η απάτη σε βάρος υπαλλήλου σούπερ μάρκετ στην Αχαΐα, από τον οποίο διαδικτυακοί δράστες απέσπασαν 63.000 ευρώ.
Παράλληλα, επαγγελματίες του χώρου σημειώνουν ότι η έλλειψη γνώσεων οδηγεί πολλούς επενδυτές σε ρίσκο, ενώ η πρόοδος της τεχνητής νοημοσύνης καθιστά τις απάτες πιο ρεαλιστικές και δύσκολες να εντοπιστούν.
Η διαχείριση των κατασχεθέντων κρυπτονομισμάτων αποτελεί νέο πεδίο πρόκλησης, καθώς σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες προχωρούν σε ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων με στόχο τη μεγιστοποίηση των κρατικών εσόδων.
Με την αγορά κρυπτονομισμάτων να συνεχίζει να αναπτύσσεται, οι Αρχές καλούνται να εξοπλιστούν με τα απαραίτητα εργαλεία και γνώσεις, προκειμένου να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα νέα είδη εγκλήματος και να προστατεύσουν τους πολίτες από παγίδες επενδύσεων.