Σε εκτεταμένη αναδιάρθρωση προχωρά η Burberry, με στόχο την εξοικονόμηση 60 εκατομμυρίων λιρών μέχρι το 2027 – κίνηση που αναμένεται να επηρεάσει έως και το 18% του παγκόσμιου προσωπικού της, δηλαδή περίπου 1.700 εργαζομένους.
Η ανακοίνωση της αναδιάρθρωσης ήρθε σε μια περίοδο κατά την οποία ο βρετανικός οίκος μόδας παρουσίασε καλύτερα από τα αναμενόμενα οικονομικά αποτελέσματα, αν και οι γενικές τάσεις παραμένουν πτωτικές. Συγκεκριμένα, οι λιανικές πωλήσεις του τελευταίου τριμήνου μειώθηκαν κατά 6% (έναντι πρόβλεψης για -7%), ενώ σε επίπεδο έτους η μείωση ήταν 12%, ελαφρώς μικρότερη από την αναμενόμενη πτώση 13%.
Τα συνολικά έσοδα για το οικονομικό έτος διαμορφώθηκαν στις 2,461 δισ. στερλίνες (περίπου 3,27 δισ. δολάρια), ξεπερνώντας οριακά τις προβλέψεις των αναλυτών. Τα προσαρμοσμένα λειτουργικά κέρδη ανήλθαν σε 26 εκατ. λίρες, σημαντικά υψηλότερα από τη μέση πρόβλεψη για μόλις 4,7 εκατ. λίρες.
Παρά τις θετικές εκπλήξεις σε ορισμένους δείκτες, η Burberry εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προκλήσεις. Οι ΗΠΑ παρουσίασαν άνοδο πωλήσεων κατά 4% στο προηγούμενο τρίμηνο, ωστόσο περιοχές όπως η Ασία, η Ευρώπη και η Μέση Ανατολή κατέγραψαν κάμψη στη ζήτηση.
Ο νέος διευθύνων σύμβουλος Joshua Schulman, που ανέλαβε τη διοίκηση της εταιρείας τον Ιούλιο, δεσμεύτηκε να οδηγήσει την Burberry σε νέα τροχιά ανάπτυξης, επενδύοντας σε βασικά προϊόντα όπως οι εμβληματικές καμπαρντίνες, αξίας περίπου 2.000 λιρών. Ο ίδιος δήλωσε:
«Είμαι πιο αισιόδοξος από ποτέ ότι τα καλύτερα χρόνια της Burberry βρίσκονται μπροστά μας. Παρόλο που βρισκόμαστε σε φάση ανάκαμψης, παραμένει ρεαλιστικός ο στόχος της βιώσιμης και κερδοφόρας ανάπτυξης».
Η εταιρεία, ωστόσο, δεν παρείχε σαφείς προβλέψεις σχετικά με τις επιπτώσεις των ενδεχόμενων δασμών από τις ΗΠΑ, ενώ επεσήμανε την ενίσχυση γεωπολιτικών εντάσεων ως έναν σημαντικό παράγοντα αβεβαιότητας.
Η τιμή της μετοχής της Burberry έχει υποχωρήσει κατά 16% από την αρχή του έτους, εν μέσω προβληματισμών για πτώση στη ζήτηση για είδη πολυτελείας μεσαίας τιμής και αυξημένης αβεβαιότητας για το παγκόσμιο εμπόριο, ιδιαίτερα λόγω των εμπορικών πολιτικών των ΗΠΑ.