Ο Ιουάο Χακαμάτα, ο μακροβιότερος θανατοποινίτης στον κόσμο, αθωώθηκε τελικά από ιαπωνικό δικαστήριο σε ηλικία 88 ετών, βάζοντας τέλος σε ένα από τα πιο μακροχρόνια νομικά δράματα της χώρας.
Ο Χακαμάτα είχε καταδικαστεί το 1968 για τη δολοφονία μιας οικογένειας, αλλά μετά από 46 χρόνια φυλάκισης και συνεχείς αγώνες των δικηγόρων του, η αθωότητά του αποδείχθηκε μέσω νέων στοιχείων, με κύριο ένα τεστ DNA που δεν ταίριαζε με τα ευρήματα της σκηνής του εγκλήματος.
Η υπόθεση του Χακαμάτα έχει θέσει το ιαπωνικό σύστημα ποινικής δικαιοσύνης υπό διεθνή έλεγχο, ειδικά λόγω της εξάρτησης από ομολογίες που συχνά αποσπώνται μέσω αμφισβητήσιμων μεθόδων, όπως η παρατεταμένη ανάκριση και η χρήση βίας. Ο Χακαμάτα είχε ομολογήσει το έγκλημα μετά από επίμονες ανακρίσεις, αλλά αργότερα αναίρεσε την ομολογία του, υποστηρίζοντας ότι αναγκάστηκε να παραδεχτεί κάτι που δεν έκανε.
Παρά την απελευθέρωσή του το 2014, η ψυχική του υγεία είχε επιδεινωθεί σοβαρά. Η αδελφή του Χιντέκο, η οποία πάλεψε για την αθώωσή του για δεκαετίες, ανέφερε ότι ο Χακαμάτα σπάνια επικοινωνεί και δείχνει να ζει σε έναν δικό του κόσμο, ενώ δεν έχει πλήρη επίγνωση της πραγματικότητας.
Η υπόθεση αυτή έχει προκαλέσει ευρύτερες συζητήσεις για τη θανατική ποινή στην Ιαπωνία, μια χώρα που εξακολουθεί να την εφαρμόζει, αν και η υπόθεση του Χακαμάτα αποτελεί επιχείρημα για την κατάργησή της. Η Ιαπωνία, μαζί με τις ΗΠΑ, είναι οι μόνες χώρες των G7 που διατηρούν την εκτέλεση θανατοποινιτών, ενώ οι συνθήκες φυλάκισης και η μυστικότητα γύρω από τις εκτελέσεις έχουν προκαλέσει κριτική.
Ο Χακαμάτα, έχοντας περάσει σχεδόν τη μισή του ζωή στη φυλακή για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε, αποτελεί σύμβολο των αδικιών που μπορεί να προκύψουν σε ένα σύστημα που βασίζεται σε εξαναγκασμένες ομολογίες.